Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερφιλέω
ὑπερφιλοσοφέω
ὑπερφιλότιμος
ὑπερφλεγμαίνω
ὑπερφλέγω
ὑπέρφλοιος
ὑπερφλυαρέω
ὑπερφλύζω
ὑπερφοβέομαι
ὑπέρφοβος
ὑπερφορέω
ὑπερφρονέω
ὑπερφρόνησις
ὑπερφροντίζω
ὑπερφροσύνη
ὑπερφρύγιος
ὑπέρφρων
ὑπερφύεια
ὑπερφυής
ὑπερφυΐα
ὑπερφύομαι
View word page
ὑπερφορέω
to carry over
ShortDef
to carry over
Debugging
Headword:
ὑπερφορέω
Headword (normalized):
ὑπερφορέω
Headword (normalized/stripped):
υπερφορεω
IDX:
91359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91360
Key:
Data
{'content': 'to carry over'}