Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερφθίνω
ὑπερφίαλος
ὑπερφιλέω
ὑπερφιλοσοφέω
ὑπερφιλότιμος
ὑπερφλεγμαίνω
ὑπερφλέγω
ὑπέρφλοιος
ὑπερφλυαρέω
ὑπερφλύζω
ὑπερφοβέομαι
ὑπέρφοβος
ὑπερφορέω
ὑπερφρονέω
ὑπερφρόνησις
ὑπερφροντίζω
ὑπερφροσύνη
ὑπερφρύγιος
ὑπέρφρων
ὑπερφύεια
ὑπερφυής
View word page
ὑπερφοβέομαι
to be overfrightened, fear exceedingly

ShortDef

to be overfrightened, fear exceedingly

Debugging

Headword:
ὑπερφοβέομαι
Headword (normalized):
ὑπερφοβέομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερφοβεομαι
IDX:
91357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91358
Key:

Data

{'content': 'to be overfrightened, fear exceedingly'}