Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερφεύγω
ὑπερφθέγγομαι
ὑπερφθίνομαι
ὑπερφθίνω
ὑπερφίαλος
ὑπερφιλέω
ὑπερφιλοσοφέω
ὑπερφιλότιμος
ὑπερφλεγμαίνω
ὑπερφλέγω
ὑπέρφλοιος
ὑπερφλυαρέω
ὑπερφλύζω
ὑπερφοβέομαι
ὑπέρφοβος
ὑπερφορέω
ὑπερφρονέω
ὑπερφρόνησις
ὑπερφροντίζω
ὑπερφροσύνη
ὑπερφρύγιος
View word page
ὑπέρφλοιος
luxuriant, succulent

ShortDef

luxuriant, succulent

Debugging

Headword:
ὑπέρφλοιος
Headword (normalized):
ὑπέρφλοιος
Headword (normalized/stripped):
υπερφλοιος
IDX:
91354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91355
Key:

Data

{'content': 'luxuriant, succulent'}