Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερφέρω
ὑπέρφευ
ὑπερφεύγω
ὑπερφθέγγομαι
ὑπερφθίνομαι
ὑπερφθίνω
ὑπερφίαλος
ὑπερφιλέω
ὑπερφιλοσοφέω
ὑπερφιλότιμος
ὑπερφλεγμαίνω
ὑπερφλέγω
ὑπέρφλοιος
ὑπερφλυαρέω
ὑπερφλύζω
ὑπερφοβέομαι
ὑπέρφοβος
ὑπερφορέω
ὑπερφρονέω
ὑπερφρόνησις
ὑπερφροντίζω
View word page
ὑπερφλεγμαίνω
to have excess of juices

ShortDef

to have excess of juices

Debugging

Headword:
ὑπερφλεγμαίνω
Headword (normalized):
ὑπερφλεγμαίνω
Headword (normalized/stripped):
υπερφλεγμαινω
IDX:
91352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91353
Key:

Data

{'content': 'to have excess of juices'}