Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερφερέτης
ὑπερφερής
ὑπερφέρω
ὑπέρφευ
ὑπερφεύγω
ὑπερφθέγγομαι
ὑπερφθίνομαι
ὑπερφθίνω
ὑπερφίαλος
ὑπερφιλέω
ὑπερφιλοσοφέω
ὑπερφιλότιμος
ὑπερφλεγμαίνω
ὑπερφλέγω
ὑπέρφλοιος
ὑπερφλυαρέω
ὑπερφλύζω
ὑπερφοβέομαι
ὑπέρφοβος
ὑπερφορέω
ὑπερφρονέω
View word page
ὑπερφιλοσοφέω
philosophize exceedingly

ShortDef

philosophize exceedingly

Debugging

Headword:
ὑπερφιλοσοφέω
Headword (normalized):
ὑπερφιλοσοφέω
Headword (normalized/stripped):
υπερφιλοσοφεω
IDX:
91350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91351
Key:

Data

{'content': 'philosophize exceedingly'}