Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερφέγγεια
ὑπερφέρεια
ὑπερφερέτης
ὑπερφερής
ὑπερφέρω
ὑπέρφευ
ὑπερφεύγω
ὑπερφθέγγομαι
ὑπερφθίνομαι
ὑπερφθίνω
ὑπερφίαλος
ὑπερφιλέω
ὑπερφιλοσοφέω
ὑπερφιλότιμος
ὑπερφλεγμαίνω
ὑπερφλέγω
ὑπέρφλοιος
ὑπερφλυαρέω
ὑπερφλύζω
ὑπερφοβέομαι
ὑπέρφοβος
View word page
ὑπερφίαλος
overbearing, overweening, arrogant

ShortDef

overbearing, overweening, arrogant

Debugging

Headword:
ὑπερφίαλος
Headword (normalized):
ὑπερφίαλος
Headword (normalized/stripped):
υπερφιαλος
IDX:
91348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91349
Key:

Data

{'content': 'overbearing, overweening, arrogant'}