Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερφαλαγγέω
ὑπερφαλάγγησις
ὑπερφανής
ὑπέρφατος
ὑπερφέγγεια
ὑπερφέρεια
ὑπερφερέτης
ὑπερφερής
ὑπερφέρω
ὑπέρφευ
ὑπερφεύγω
ὑπερφθέγγομαι
ὑπερφθίνομαι
ὑπερφθίνω
ὑπερφίαλος
ὑπερφιλέω
ὑπερφιλοσοφέω
ὑπερφιλότιμος
ὑπερφλεγμαίνω
ὑπερφλέγω
ὑπέρφλοιος
View word page
ὑπερφεύγω
escape beyond, survive

ShortDef

escape beyond, survive

Debugging

Headword:
ὑπερφεύγω
Headword (normalized):
ὑπερφεύγω
Headword (normalized/stripped):
υπερφευγω
IDX:
91344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91345
Key:

Data

{'content': 'escape beyond, survive'}