Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερφαίνομαι
ὑπερφαλαγγέω
ὑπερφαλάγγησις
ὑπερφανής
ὑπέρφατος
ὑπερφέγγεια
ὑπερφέρεια
ὑπερφερέτης
ὑπερφερής
ὑπερφέρω
ὑπέρφευ
ὑπερφεύγω
ὑπερφθέγγομαι
ὑπερφθίνομαι
ὑπερφθίνω
ὑπερφίαλος
ὑπερφιλέω
ὑπερφιλοσοφέω
ὑπερφιλότιμος
ὑπερφλεγμαίνω
ὑπερφλέγω
View word page
ὑπέρφευ
excessively
ShortDef
excessively
Debugging
Headword:
ὑπέρφευ
Headword (normalized):
ὑπέρφευ
Headword (normalized/stripped):
υπερφευ
IDX:
91343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91344
Key:
Data
{'content': 'excessively'}