Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερυψόω
ὑπερφαίνομαι
ὑπερφαλαγγέω
ὑπερφαλάγγησις
ὑπερφανής
ὑπέρφατος
ὑπερφέγγεια
ὑπερφέρεια
ὑπερφερέτης
ὑπερφερής
ὑπερφέρω
ὑπέρφευ
ὑπερφεύγω
ὑπερφθέγγομαι
ὑπερφθίνομαι
ὑπερφθίνω
ὑπερφίαλος
ὑπερφιλέω
ὑπερφιλοσοφέω
ὑπερφιλότιμος
ὑπερφλεγμαίνω
View word page
ὑπερφέρω
to bear or carry over, transfer; to surpass, excel
ShortDef
to bear or carry over, transfer; to surpass, excel
Debugging
Headword:
ὑπερφέρω
Headword (normalized):
ὑπερφέρω
Headword (normalized/stripped):
υπερφερω
IDX:
91342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91343
Key:
Data
{'content': 'to bear or carry over, transfer; to surpass, excel'}