Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερυπάται
ὑπερυπόκειμαι
ὑπερύψηλος
ὑπερυψόω
ὑπερφαίνομαι
ὑπερφαλαγγέω
ὑπερφαλάγγησις
ὑπερφανής
ὑπέρφατος
ὑπερφέγγεια
ὑπερφέρεια
ὑπερφερέτης
ὑπερφερής
ὑπερφέρω
ὑπέρφευ
ὑπερφεύγω
ὑπερφθέγγομαι
ὑπερφθίνομαι
ὑπερφθίνω
ὑπερφίαλος
ὑπερφιλέω
View word page
ὑπερφέρεια
haughtiness, pride

ShortDef

haughtiness, pride

Debugging

Headword:
ὑπερφέρεια
Headword (normalized):
ὑπερφέρεια
Headword (normalized/stripped):
υπερφερεια
IDX:
91339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91340
Key:

Data

{'content': 'haughtiness, pride'}