Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερυθραίνω
ὑπερυθριάω
ὑπέρυθρος
ὑπερυμνέω
ὑπερύμνητος
ὑπερυπάται
ὑπερυπόκειμαι
ὑπερύψηλος
ὑπερυψόω
ὑπερφαίνομαι
ὑπερφαλαγγέω
ὑπερφαλάγγησις
ὑπερφανής
ὑπέρφατος
ὑπερφέγγεια
ὑπερφέρεια
ὑπερφερέτης
ὑπερφερής
ὑπερφέρω
ὑπέρφευ
ὑπερφεύγω
View word page
ὑπερφαλαγγέω
to extend the phalanx so as to outflank the enemy

ShortDef

to extend the phalanx so as to outflank the enemy

Debugging

Headword:
ὑπερφαλαγγέω
Headword (normalized):
ὑπερφαλαγγέω
Headword (normalized/stripped):
υπερφαλαγγεω
IDX:
91334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91335
Key:

Data

{'content': 'to extend the phalanx so as to outflank the enemy'}