Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπέρυδρος
ὑπερυθραίνω
ὑπερυθριάω
ὑπέρυθρος
ὑπερυμνέω
ὑπερύμνητος
ὑπερυπάται
ὑπερυπόκειμαι
ὑπερύψηλος
ὑπερυψόω
ὑπερφαίνομαι
ὑπερφαλαγγέω
ὑπερφαλάγγησις
ὑπερφανής
ὑπέρφατος
ὑπερφέγγεια
ὑπερφέρεια
ὑπερφερέτης
ὑπερφερής
ὑπερφέρω
ὑπέρφευ
View word page
ὑπερφαίνομαι
to shew oneself over

ShortDef

to shew oneself over

Debugging

Headword:
ὑπερφαίνομαι
Headword (normalized):
ὑπερφαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερφαινομαι
IDX:
91333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91334
Key:

Data

{'content': 'to shew oneself over'}