Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερυδραργυρίζω
ὑπέρυδρος
ὑπερυθραίνω
ὑπερυθριάω
ὑπέρυθρος
ὑπερυμνέω
ὑπερύμνητος
ὑπερυπάται
ὑπερυπόκειμαι
ὑπερύψηλος
ὑπερυψόω
ὑπερφαίνομαι
ὑπερφαλαγγέω
ὑπερφαλάγγησις
ὑπερφανής
ὑπέρφατος
ὑπερφέγγεια
ὑπερφέρεια
ὑπερφερέτης
ὑπερφερής
ὑπερφέρω
View word page
ὑπερυψόω
to exalt exceedingly

ShortDef

to exalt exceedingly

Debugging

Headword:
ὑπερυψόω
Headword (normalized):
ὑπερυψόω
Headword (normalized/stripped):
υπερυψοω
IDX:
91332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91333
Key:

Data

{'content': 'to exalt exceedingly'}