Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπέρυγρος
ὑπερυδραργυρίζω
ὑπέρυδρος
ὑπερυθραίνω
ὑπερυθριάω
ὑπέρυθρος
ὑπερυμνέω
ὑπερύμνητος
ὑπερυπάται
ὑπερυπόκειμαι
ὑπερύψηλος
ὑπερυψόω
ὑπερφαίνομαι
ὑπερφαλαγγέω
ὑπερφαλάγγησις
ὑπερφανής
ὑπέρφατος
ὑπερφέγγεια
ὑπερφέρεια
ὑπερφερέτης
ὑπερφερής
View word page
ὑπερύψηλος
exceeding high

ShortDef

exceeding high

Debugging

Headword:
ὑπερύψηλος
Headword (normalized):
ὑπερύψηλος
Headword (normalized/stripped):
υπερυψηλος
IDX:
91331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91332
Key:

Data

{'content': 'exceeding high'}