Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερυγραίνω
ὑπέρυγρος
ὑπερυδραργυρίζω
ὑπέρυδρος
ὑπερυθραίνω
ὑπερυθριάω
ὑπέρυθρος
ὑπερυμνέω
ὑπερύμνητος
ὑπερυπάται
ὑπερυπόκειμαι
ὑπερύψηλος
ὑπερυψόω
ὑπερφαίνομαι
ὑπερφαλαγγέω
ὑπερφαλάγγησις
ὑπερφανής
ὑπέρφατος
ὑπερφέγγεια
ὑπερφέρεια
ὑπερφερέτης
View word page
ὑπερυπόκειμαι
to be over-mortgaged

ShortDef

to be over-mortgaged

Debugging

Headword:
ὑπερυπόκειμαι
Headword (normalized):
ὑπερυπόκειμαι
Headword (normalized/stripped):
υπερυποκειμαι
IDX:
91330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91331
Key:

Data

{'content': 'to be over-mortgaged'}