Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερτροχάζω
ὑπερτρυφάω
ὑπερυβρίζω
ὑπερυγραίνω
ὑπέρυγρος
ὑπερυδραργυρίζω
ὑπέρυδρος
ὑπερυθραίνω
ὑπερυθριάω
ὑπέρυθρος
ὑπερυμνέω
ὑπερύμνητος
ὑπερυπάται
ὑπερυπόκειμαι
ὑπερύψηλος
ὑπερυψόω
ὑπερφαίνομαι
ὑπερφαλαγγέω
ὑπερφαλάγγησις
ὑπερφανής
ὑπέρφατος
View word page
ὑπερυμνέω
extol exceedingly

ShortDef

extol exceedingly

Debugging

Headword:
ὑπερυμνέω
Headword (normalized):
ὑπερυμνέω
Headword (normalized/stripped):
υπερυμνεω
IDX:
91327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91328
Key:

Data

{'content': 'extol exceedingly'}