Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερτρισύλλαβος
ὑπερτροχάζω
ὑπερτρυφάω
ὑπερυβρίζω
ὑπερυγραίνω
ὑπέρυγρος
ὑπερυδραργυρίζω
ὑπέρυδρος
ὑπερυθραίνω
ὑπερυθριάω
ὑπέρυθρος
ὑπερυμνέω
ὑπερύμνητος
ὑπερυπάται
ὑπερυπόκειμαι
ὑπερύψηλος
ὑπερυψόω
ὑπερφαίνομαι
ὑπερφαλαγγέω
ὑπερφαλάγγησις
ὑπερφανής
View word page
ὑπέρυθρος
somewhat red, reddish

ShortDef

somewhat red, reddish

Debugging

Headword:
ὑπέρυθρος
Headword (normalized):
ὑπέρυθρος
Headword (normalized/stripped):
υπερυθρος
IDX:
91326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91327
Key:

Data

{'content': 'somewhat red, reddish'}