Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερτρέχω
ὑπερτρισύλλαβος
ὑπερτροχάζω
ὑπερτρυφάω
ὑπερυβρίζω
ὑπερυγραίνω
ὑπέρυγρος
ὑπερυδραργυρίζω
ὑπέρυδρος
ὑπερυθραίνω
ὑπερυθριάω
ὑπέρυθρος
ὑπερυμνέω
ὑπερύμνητος
ὑπερυπάται
ὑπερυπόκειμαι
ὑπερύψηλος
ὑπερυψόω
ὑπερφαίνομαι
ὑπερφαλαγγέω
ὑπερφαλάγγησις
View word page
ὑπερυθριάω
to blush a little

ShortDef

to blush a little

Debugging

Headword:
ὑπερυθριάω
Headword (normalized):
ὑπερυθριάω
Headword (normalized/stripped):
υπερυθριαω
IDX:
91325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91326
Key:

Data

{'content': 'to blush a little'}