Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερτραγίζω
ὑπερτρέχω
ὑπερτρισύλλαβος
ὑπερτροχάζω
ὑπερτρυφάω
ὑπερυβρίζω
ὑπερυγραίνω
ὑπέρυγρος
ὑπερυδραργυρίζω
ὑπέρυδρος
ὑπερυθραίνω
ὑπερυθριάω
ὑπέρυθρος
ὑπερυμνέω
ὑπερύμνητος
ὑπερυπάται
ὑπερυπόκειμαι
ὑπερύψηλος
ὑπερυψόω
ὑπερφαίνομαι
ὑπερφαλαγγέω
View word page
ὑπερυθραίνω
impart a blush to

ShortDef

impart a blush to

Debugging

Headword:
ὑπερυθραίνω
Headword (normalized):
ὑπερυθραίνω
Headword (normalized/stripped):
υπερυθραινω
IDX:
91324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91325
Key:

Data

{'content': 'impart a blush to'}