Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερτονέω
ὑπέρτονος
ὑπερτοξεύσιμος
ὑπερτοξεύω
ὑπερτραγίζω
ὑπερτρέχω
ὑπερτρισύλλαβος
ὑπερτροχάζω
ὑπερτρυφάω
ὑπερυβρίζω
ὑπερυγραίνω
ὑπέρυγρος
ὑπερυδραργυρίζω
ὑπέρυδρος
ὑπερυθραίνω
ὑπερυθριάω
ὑπέρυθρος
ὑπερυμνέω
ὑπερύμνητος
ὑπερυπάται
ὑπερυπόκειμαι
View word page
ὑπερυγραίνω
make too wet

ShortDef

make too wet

Debugging

Headword:
ὑπερυγραίνω
Headword (normalized):
ὑπερυγραίνω
Headword (normalized/stripped):
υπερυγραινω
IDX:
91320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91321
Key:

Data

{'content': 'make too wet'}