Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερτόναιον
ὑπερτονέω
ὑπέρτονος
ὑπερτοξεύσιμος
ὑπερτοξεύω
ὑπερτραγίζω
ὑπερτρέχω
ὑπερτρισύλλαβος
ὑπερτροχάζω
ὑπερτρυφάω
ὑπερυβρίζω
ὑπερυγραίνω
ὑπέρυγρος
ὑπερυδραργυρίζω
ὑπέρυδρος
ὑπερυθραίνω
ὑπερυθριάω
ὑπέρυθρος
ὑπερυμνέω
ὑπερύμνητος
ὑπερυπάται
View word page
ὑπερυβρίζω
maltreat excessively

ShortDef

maltreat excessively

Debugging

Headword:
ὑπερυβρίζω
Headword (normalized):
ὑπερυβρίζω
Headword (normalized/stripped):
υπερυβριζω
IDX:
91319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91320
Key:

Data

{'content': 'maltreat excessively'}