Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπέρτολμος
ὑπερτόναιον
ὑπερτονέω
ὑπέρτονος
ὑπερτοξεύσιμος
ὑπερτοξεύω
ὑπερτραγίζω
ὑπερτρέχω
ὑπερτρισύλλαβος
ὑπερτροχάζω
ὑπερτρυφάω
ὑπερυβρίζω
ὑπερυγραίνω
ὑπέρυγρος
ὑπερυδραργυρίζω
ὑπέρυδρος
ὑπερυθραίνω
ὑπερυθριάω
ὑπέρυθρος
ὑπερυμνέω
ὑπερύμνητος
View word page
ὑπερτρυφάω
to be excessively luxurious and haughty

ShortDef

to be excessively luxurious and haughty

Debugging

Headword:
ὑπερτρυφάω
Headword (normalized):
ὑπερτρυφάω
Headword (normalized/stripped):
υπερτρυφαω
IDX:
91318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91319
Key:

Data

{'content': 'to be excessively luxurious and haughty'}