Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερτοκέω
ὑπέρτολμος
ὑπερτόναιον
ὑπερτονέω
ὑπέρτονος
ὑπερτοξεύσιμος
ὑπερτοξεύω
ὑπερτραγίζω
ὑπερτρέχω
ὑπερτρισύλλαβος
ὑπερτροχάζω
ὑπερτρυφάω
ὑπερυβρίζω
ὑπερυγραίνω
ὑπέρυγρος
ὑπερυδραργυρίζω
ὑπέρυδρος
ὑπερυθραίνω
ὑπερυθριάω
ὑπέρυθρος
ὑπερυμνέω
View word page
ὑπερτροχάζω
outstrip, go beyond

ShortDef

outstrip, go beyond

Debugging

Headword:
ὑπερτροχάζω
Headword (normalized):
ὑπερτροχάζω
Headword (normalized/stripped):
υπερτροχαζω
IDX:
91317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91318
Key:

Data

{'content': 'outstrip, go beyond'}