Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερτήκω
ὑπερτίθημι
ὑπερτιμάω
ὑπερτίμιος
ὑπερτοκέω
ὑπέρτολμος
ὑπερτόναιον
ὑπερτονέω
ὑπέρτονος
ὑπερτοξεύσιμος
ὑπερτοξεύω
ὑπερτραγίζω
ὑπερτρέχω
ὑπερτρισύλλαβος
ὑπερτροχάζω
ὑπερτρυφάω
ὑπερυβρίζω
ὑπερυγραίνω
ὑπέρυγρος
ὑπερυδραργυρίζω
ὑπέρυδρος
View word page
ὑπερτοξεύω
overshoot

ShortDef

overshoot

Debugging

Headword:
ὑπερτοξεύω
Headword (normalized):
ὑπερτοξεύω
Headword (normalized/stripped):
υπερτοξευω
IDX:
91313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91314
Key:

Data

{'content': 'overshoot'}