Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπέρτερος
ὑπερτετρακισχίλιοι
ὑπέρτεχνος
ὑπερτήκω
ὑπερτίθημι
ὑπερτιμάω
ὑπερτίμιος
ὑπερτοκέω
ὑπέρτολμος
ὑπερτόναιον
ὑπερτονέω
ὑπέρτονος
ὑπερτοξεύσιμος
ὑπερτοξεύω
ὑπερτραγίζω
ὑπερτρέχω
ὑπερτρισύλλαβος
ὑπερτροχάζω
ὑπερτρυφάω
ὑπερυβρίζω
ὑπερυγραίνω
View word page
ὑπερτονέω
to be overstrained

ShortDef

to be overstrained

Debugging

Headword:
ὑπερτονέω
Headword (normalized):
ὑπερτονέω
Headword (normalized/stripped):
υπερτονεω
IDX:
91310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91311
Key:

Data

{'content': 'to be overstrained'}