Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερτερία
ὑπερτερίη
ὑπέρτερος
ὑπερτετρακισχίλιοι
ὑπέρτεχνος
ὑπερτήκω
ὑπερτίθημι
ὑπερτιμάω
ὑπερτίμιος
ὑπερτοκέω
ὑπέρτολμος
ὑπερτόναιον
ὑπερτονέω
ὑπέρτονος
ὑπερτοξεύσιμος
ὑπερτοξεύω
ὑπερτραγίζω
ὑπερτρέχω
ὑπερτρισύλλαβος
ὑπερτροχάζω
ὑπερτρυφάω
View word page
ὑπέρτολμος
overbold

ShortDef

overbold

Debugging

Headword:
ὑπέρτολμος
Headword (normalized):
ὑπέρτολμος
Headword (normalized/stripped):
υπερτολμος
IDX:
91308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91309
Key:

Data

{'content': 'overbold'}