Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερτερέω
ὑπερτερία
ὑπερτερίη
ὑπέρτερος
ὑπερτετρακισχίλιοι
ὑπέρτεχνος
ὑπερτήκω
ὑπερτίθημι
ὑπερτιμάω
ὑπερτίμιος
ὑπερτοκέω
ὑπέρτολμος
ὑπερτόναιον
ὑπερτονέω
ὑπέρτονος
ὑπερτοξεύσιμος
ὑπερτοξεύω
ὑπερτραγίζω
ὑπερτρέχω
ὑπερτρισύλλαβος
ὑπερτροχάζω
View word page
ὑπερτοκέω
to be exhausted by breeding
ShortDef
to be exhausted by breeding
Debugging
Headword:
ὑπερτοκέω
Headword (normalized):
ὑπερτοκέω
Headword (normalized/stripped):
υπερτοκεω
IDX:
91307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91308
Key:
Data
{'content': 'to be exhausted by breeding'}