Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερτέλλω
ὑπερτενής
ὑπερτερέω
ὑπερτερία
ὑπερτερίη
ὑπέρτερος
ὑπερτετρακισχίλιοι
ὑπέρτεχνος
ὑπερτήκω
ὑπερτίθημι
ὑπερτιμάω
ὑπερτίμιος
ὑπερτοκέω
ὑπέρτολμος
ὑπερτόναιον
ὑπερτονέω
ὑπέρτονος
ὑπερτοξεύσιμος
ὑπερτοξεύω
ὑπερτραγίζω
ὑπερτρέχω
View word page
ὑπερτιμάω
to honour exceedingly

ShortDef

to honour exceedingly

Debugging

Headword:
ὑπερτιμάω
Headword (normalized):
ὑπερτιμάω
Headword (normalized/stripped):
υπερτιμαω
IDX:
91305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91306
Key:

Data

{'content': 'to honour exceedingly'}