Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερτελής
ὑπερτέλλω
ὑπερτενής
ὑπερτερέω
ὑπερτερία
ὑπερτερίη
ὑπέρτερος
ὑπερτετρακισχίλιοι
ὑπέρτεχνος
ὑπερτήκω
ὑπερτίθημι
ὑπερτιμάω
ὑπερτίμιος
ὑπερτοκέω
ὑπέρτολμος
ὑπερτόναιον
ὑπερτονέω
ὑπέρτονος
ὑπερτοξεύσιμος
ὑπερτοξεύω
ὑπερτραγίζω
View word page
ὑπερτίθημι
to communicate; mid. to surpass, to defer
ShortDef
to communicate; mid. to surpass, to defer
Debugging
Headword:
ὑπερτίθημι
Headword (normalized):
ὑπερτίθημι
Headword (normalized/stripped):
υπερτιθημι
IDX:
91304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91305
Key:
Data
{'content': 'to communicate; mid. to surpass, to defer'}