Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερτελέω
ὑπερτελής
ὑπερτέλλω
ὑπερτενής
ὑπερτερέω
ὑπερτερία
ὑπερτερίη
ὑπέρτερος
ὑπερτετρακισχίλιοι
ὑπέρτεχνος
ὑπερτήκω
ὑπερτίθημι
ὑπερτιμάω
ὑπερτίμιος
ὑπερτοκέω
ὑπέρτολμος
ὑπερτόναιον
ὑπερτονέω
ὑπέρτονος
ὑπερτοξεύσιμος
ὑπερτοξεύω
View word page
ὑπερτήκω
to melt exceedingly

ShortDef

to melt exceedingly

Debugging

Headword:
ὑπερτήκω
Headword (normalized):
ὑπερτήκω
Headword (normalized/stripped):
υπερτηκω
IDX:
91303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91304
Key:

Data

{'content': 'to melt exceedingly'}