Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερσωκράτης
ὑπερταλαντάω
ὑπέρταξις
ὑπέρτασις
ὑπέρτατος
ὑπερτείνω
ὑπερτέλειος
ὑπερτελέω
ὑπερτελής
ὑπερτέλλω
ὑπερτενής
ὑπερτερέω
ὑπερτερία
ὑπερτερίη
ὑπέρτερος
ὑπερτετρακισχίλιοι
ὑπέρτεχνος
ὑπερτήκω
ὑπερτίθημι
ὑπερτιμάω
ὑπερτίμιος
View word page
ὑπερτενής
stretching over, laid over

ShortDef

stretching over, laid over

Debugging

Headword:
ὑπερτενής
Headword (normalized):
ὑπερτενής
Headword (normalized/stripped):
υπερτενης
IDX:
91296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91297
Key:

Data

{'content': 'stretching over, laid over'}