Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερσυντέλικος
ὑπερσχετικόν
ὑπερσωκράτης
ὑπερταλαντάω
ὑπέρταξις
ὑπέρτασις
ὑπέρτατος
ὑπερτείνω
ὑπερτέλειος
ὑπερτελέω
ὑπερτελής
ὑπερτέλλω
ὑπερτενής
ὑπερτερέω
ὑπερτερία
ὑπερτερίη
ὑπέρτερος
ὑπερτετρακισχίλιοι
ὑπέρτεχνος
ὑπερτήκω
ὑπερτίθημι
View word page
ὑπερτελής
leaping over, rising over, reaching the end of

ShortDef

leaping over, rising over, reaching the end of

Debugging

Headword:
ὑπερτελής
Headword (normalized):
ὑπερτελής
Headword (normalized/stripped):
υπερτελης
IDX:
91294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91295
Key:

Data

{'content': 'leaping over, rising over, reaching the end of'}