Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερστερητικός
ὑπερστίλβω
ὑπερσυνεχής
ὑπερσυντέλικος
ὑπερσχετικόν
ὑπερσωκράτης
ὑπερταλαντάω
ὑπέρταξις
ὑπέρτασις
ὑπέρτατος
ὑπερτείνω
ὑπερτέλειος
ὑπερτελέω
ὑπερτελής
ὑπερτέλλω
ὑπερτενής
ὑπερτερέω
ὑπερτερία
ὑπερτερίη
ὑπέρτερος
ὑπερτετρακισχίλιοι
View word page
ὑπερτείνω
to stretch

ShortDef

to stretch

Debugging

Headword:
ὑπερτείνω
Headword (normalized):
ὑπερτείνω
Headword (normalized/stripped):
υπερτεινω
IDX:
91291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91292
Key:

Data

{'content': 'to stretch'}