Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερστέργω
ὑπερστερητικός
ὑπερστίλβω
ὑπερσυνεχής
ὑπερσυντέλικος
ὑπερσχετικόν
ὑπερσωκράτης
ὑπερταλαντάω
ὑπέρταξις
ὑπέρτασις
ὑπέρτατος
ὑπερτείνω
ὑπερτέλειος
ὑπερτελέω
ὑπερτελής
ὑπερτέλλω
ὑπερτενής
ὑπερτερέω
ὑπερτερία
ὑπερτερίη
ὑπέρτερος
View word page
ὑπέρτατος
uppermost, highest, supreme

ShortDef

uppermost, highest, supreme

Debugging

Headword:
ὑπέρτατος
Headword (normalized):
ὑπέρτατος
Headword (normalized/stripped):
υπερτατος
IDX:
91290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91291
Key:

Data

{'content': 'uppermost, highest, supreme'}