Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπέρσοφος
ὑπερσπεύδω
ὑπέρσπονδος
ὑπερσπουδάζω
ὑπέρσπουδος
ὑπερστατέω
ὑπερστείχω
ὑπερστένω
ὑπερστέργω
ὑπερστερητικός
ὑπερστίλβω
ὑπερσυνεχής
ὑπερσυντέλικος
ὑπερσχετικόν
ὑπερσωκράτης
ὑπερταλαντάω
ὑπέρταξις
ὑπέρτασις
ὑπέρτατος
ὑπερτείνω
ὑπερτέλειος
View word page
ὑπερστίλβω
shine exceedingly

ShortDef

shine exceedingly

Debugging

Headword:
ὑπερστίλβω
Headword (normalized):
ὑπερστίλβω
Headword (normalized/stripped):
υπερστιλβω
IDX:
91282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91283
Key:

Data

{'content': 'shine exceedingly'}