Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερσοφιστής
ὑπέρσοφος
ὑπερσπεύδω
ὑπέρσπονδος
ὑπερσπουδάζω
ὑπέρσπουδος
ὑπερστατέω
ὑπερστείχω
ὑπερστένω
ὑπερστέργω
ὑπερστερητικός
ὑπερστίλβω
ὑπερσυνεχής
ὑπερσυντέλικος
ὑπερσχετικόν
ὑπερσωκράτης
ὑπερταλαντάω
ὑπέρταξις
ὑπέρτασις
ὑπέρτατος
ὑπερτείνω
View word page
ὑπερστερητικός
doubly privative

ShortDef

doubly privative

Debugging

Headword:
ὑπερστερητικός
Headword (normalized):
ὑπερστερητικός
Headword (normalized/stripped):
υπερστερητικος
IDX:
91281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91282
Key:

Data

{'content': 'doubly privative'}