Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιπροαίρεσις
ἀντιπροβάλλομαι
ἀντιπροβολή
ἀντιπροεῖδον
ἀντιπρόειμι
ἀντιπροηγέομαι
ἀντιπροθυμέομαι
ἀντίπροικα
ἀντιπροικῷον
ἀντιπροΐσχομαι
ἀντιπροκαλέομαι
ἀντιπροκαταληπτέον
ἀντιπρόκλησις
ἀντιπροπίνω
ἀντιπροσαγορεύω
ἀντιπροσάγω
ἀντιπροσαμάομαι
ἀντιπροσβάλλομαι
ἀντιπρόσειμι
ἀντιπροσελαύνω
ἀντιπροσέρχομαι
View word page
ἀντιπροκαλέομαι
to retort a legal challenge

ShortDef

to retort a legal challenge

Debugging

Headword:
ἀντιπροκαλέομαι
Headword (normalized):
ἀντιπροκαλέομαι
Headword (normalized/stripped):
αντιπροκαλεομαι
IDX:
9127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9128
Key:

Data

{'content': 'to retort a legal challenge'}