Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερσκελής
ὑπερσκληρως
ὑπερσοφιστεύω
ὑπερσοφιστής
ὑπέρσοφος
ὑπερσπεύδω
ὑπέρσπονδος
ὑπερσπουδάζω
ὑπέρσπουδος
ὑπερστατέω
ὑπερστείχω
ὑπερστένω
ὑπερστέργω
ὑπερστερητικός
ὑπερστίλβω
ὑπερσυνεχής
ὑπερσυντέλικος
ὑπερσχετικόν
ὑπερσωκράτης
ὑπερταλαντάω
ὑπέρταξις
View word page
ὑπερστείχω
walk

ShortDef

walk

Debugging

Headword:
ὑπερστείχω
Headword (normalized):
ὑπερστείχω
Headword (normalized/stripped):
υπερστειχω
IDX:
91278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91279
Key:

Data

{'content': 'walk'}