Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερσεύομαι
ὑπερσιτίζω
ὑπερσκελής
ὑπερσκληρως
ὑπερσοφιστεύω
ὑπερσοφιστής
ὑπέρσοφος
ὑπερσπεύδω
ὑπέρσπονδος
ὑπερσπουδάζω
ὑπέρσπουδος
ὑπερστατέω
ὑπερστείχω
ὑπερστένω
ὑπερστέργω
ὑπερστερητικός
ὑπερστίλβω
ὑπερσυνεχής
ὑπερσυντέλικος
ὑπερσχετικόν
ὑπερσωκράτης
View word page
ὑπέρσπουδος
exceedingly nervous

ShortDef

exceedingly nervous

Debugging

Headword:
ὑπέρσπουδος
Headword (normalized):
ὑπέρσπουδος
Headword (normalized/stripped):
υπερσπουδος
IDX:
91276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91277
Key:

Data

{'content': 'exceedingly nervous'}