Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερσεμνύνομαι
ὑπερσεύομαι
ὑπερσιτίζω
ὑπερσκελής
ὑπερσκληρως
ὑπερσοφιστεύω
ὑπερσοφιστής
ὑπέρσοφος
ὑπερσπεύδω
ὑπέρσπονδος
ὑπερσπουδάζω
ὑπέρσπουδος
ὑπερστατέω
ὑπερστείχω
ὑπερστένω
ὑπερστέργω
ὑπερστερητικός
ὑπερστίλβω
ὑπερσυνεχής
ὑπερσυντέλικος
ὑπερσχετικόν
View word page
ὑπερσπουδάζω
to take exceeding great pains

ShortDef

to take exceeding great pains

Debugging

Headword:
ὑπερσπουδάζω
Headword (normalized):
ὑπερσπουδάζω
Headword (normalized/stripped):
υπερσπουδαζω
IDX:
91275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91276
Key:

Data

{'content': 'to take exceeding great pains'}