Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερσέβω
ὑπερσέληνος
ὑπέρσεμνος
ὑπερσεμνύνομαι
ὑπερσεύομαι
ὑπερσιτίζω
ὑπερσκελής
ὑπερσκληρως
ὑπερσοφιστεύω
ὑπερσοφιστής
ὑπέρσοφος
ὑπερσπεύδω
ὑπέρσπονδος
ὑπερσπουδάζω
ὑπέρσπουδος
ὑπερστατέω
ὑπερστείχω
ὑπερστένω
ὑπερστέργω
ὑπερστερητικός
ὑπερστίλβω
View word page
ὑπέρσοφος
exceeding wise
ShortDef
exceeding wise
Debugging
Headword:
ὑπέρσοφος
Headword (normalized):
ὑπέρσοφος
Headword (normalized/stripped):
υπερσοφος
IDX:
91272
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91273
Key:
Data
{'content': 'exceeding wise'}