Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπέρπτωχος
ὑπερπυππάζω
ὑπέρπυρος
ὑπερπυρριάω
ὑπερπώρωσις
ὑπερρέω
ὑπερρίπτω
ὑπερσαρκέω
ὑπέρσαρκος
ὑπερσάρκωμα
ὑπερσάρκωσις
ὑπερσέβω
ὑπερσέληνος
ὑπέρσεμνος
ὑπερσεμνύνομαι
ὑπερσεύομαι
ὑπερσιτίζω
ὑπερσκελής
ὑπερσκληρως
ὑπερσοφιστεύω
ὑπερσοφιστής
View word page
ὑπερσάρκωσις
overgrowth of flesh

ShortDef

overgrowth of flesh

Debugging

Headword:
ὑπερσάρκωσις
Headword (normalized):
ὑπερσάρκωσις
Headword (normalized/stripped):
υπερσαρκωσις
IDX:
91261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91262
Key:

Data

{'content': 'overgrowth of flesh'}