Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερπράξιον
ὑπερπράσσω
ὑπέρπτωχος
ὑπερπυππάζω
ὑπέρπυρος
ὑπερπυρριάω
ὑπερπώρωσις
ὑπερρέω
ὑπερρίπτω
ὑπερσαρκέω
ὑπέρσαρκος
ὑπερσάρκωμα
ὑπερσάρκωσις
ὑπερσέβω
ὑπερσέληνος
ὑπέρσεμνος
ὑπερσεμνύνομαι
ὑπερσεύομαι
ὑπερσιτίζω
ὑπερσκελής
ὑπερσκληρως
View word page
ὑπέρσαρκος
covered with flesh

ShortDef

covered with flesh

Debugging

Headword:
ὑπέρσαρκος
Headword (normalized):
ὑπέρσαρκος
Headword (normalized/stripped):
υπερσαρκος
IDX:
91259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91260
Key:

Data

{'content': 'covered with flesh'}