Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπέρπονος
ὑπερπόντιος
ὑπερπράξιον
ὑπερπράσσω
ὑπέρπτωχος
ὑπερπυππάζω
ὑπέρπυρος
ὑπερπυρριάω
ὑπερπώρωσις
ὑπερρέω
ὑπερρίπτω
ὑπερσαρκέω
ὑπέρσαρκος
ὑπερσάρκωμα
ὑπερσάρκωσις
ὑπερσέβω
ὑπερσέληνος
ὑπέρσεμνος
ὑπερσεμνύνομαι
ὑπερσεύομαι
ὑπερσιτίζω
View word page
ὑπερρίπτω
throw

ShortDef

throw

Debugging

Headword:
ὑπερρίπτω
Headword (normalized):
ὑπερρίπτω
Headword (normalized/stripped):
υπερριπτω
IDX:
91257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91258
Key:

Data

{'content': 'throw'}