Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερποθέω
ὑπερπολάζω
ὑπέρπολυς
ὑπερπονέω
ὑπέρπονος
ὑπερπόντιος
ὑπερπράξιον
ὑπερπράσσω
ὑπέρπτωχος
ὑπερπυππάζω
ὑπέρπυρος
ὑπερπυρριάω
ὑπερπώρωσις
ὑπερρέω
ὑπερρίπτω
ὑπερσαρκέω
ὑπέρσαρκος
ὑπερσάρκωμα
ὑπερσάρκωσις
ὑπερσέβω
ὑπερσέληνος
View word page
ὑπέρπυρος
exceedingly fiery

ShortDef

exceedingly fiery

Debugging

Headword:
ὑπέρπυρος
Headword (normalized):
ὑπέρπυρος
Headword (normalized/stripped):
υπερπυρος
IDX:
91253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91254
Key:

Data

{'content': 'exceedingly fiery'}