Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερπνέω
ὑπερποθέω
ὑπερπολάζω
ὑπέρπολυς
ὑπερπονέω
ὑπέρπονος
ὑπερπόντιος
ὑπερπράξιον
ὑπερπράσσω
ὑπέρπτωχος
ὑπερπυππάζω
ὑπέρπυρος
ὑπερπυρριάω
ὑπερπώρωσις
ὑπερρέω
ὑπερρίπτω
ὑπερσαρκέω
ὑπέρσαρκος
ὑπερσάρκωμα
ὑπερσάρκωσις
ὑπερσέβω
View word page
ὑπερπυππάζω
to make very much of

ShortDef

to make very much of

Debugging

Headword:
ὑπερπυππάζω
Headword (normalized):
ὑπερπυππάζω
Headword (normalized/stripped):
υπερπυππαζω
IDX:
91252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91253
Key:

Data

{'content': 'to make very much of'}