Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερπλουτέω
ὑπερπνέω
ὑπερποθέω
ὑπερπολάζω
ὑπέρπολυς
ὑπερπονέω
ὑπέρπονος
ὑπερπόντιος
ὑπερπράξιον
ὑπερπράσσω
ὑπέρπτωχος
ὑπερπυππάζω
ὑπέρπυρος
ὑπερπυρριάω
ὑπερπώρωσις
ὑπερρέω
ὑπερρίπτω
ὑπερσαρκέω
ὑπέρσαρκος
ὑπερσάρκωμα
ὑπερσάρκωσις
View word page
ὑπέρπτωχος
exceeding poor
ShortDef
exceeding poor
Debugging
Headword:
ὑπέρπτωχος
Headword (normalized):
ὑπέρπτωχος
Headword (normalized/stripped):
υπερπτωχος
IDX:
91251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91252
Key:
Data
{'content': 'exceeding poor'}