Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερπλήρης
ὑπερπληρόω
ὑπερπλήρωσις
ὑπερπλούσιος
ὑπερπλουτέω
ὑπερπνέω
ὑπερποθέω
ὑπερπολάζω
ὑπέρπολυς
ὑπερπονέω
ὑπέρπονος
ὑπερπόντιος
ὑπερπράξιον
ὑπερπράσσω
ὑπέρπτωχος
ὑπερπυππάζω
ὑπέρπυρος
ὑπερπυρριάω
ὑπερπώρωσις
ὑπερρέω
ὑπερρίπτω
View word page
ὑπέρπονος
quite worn out
ShortDef
quite worn out
Debugging
Headword:
ὑπέρπονος
Headword (normalized):
ὑπέρπονος
Headword (normalized/stripped):
υπερπονος
IDX:
91247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91248
Key:
Data
{'content': 'quite worn out'}