Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπέρπλεως
ὑπερπληθής
ὑπερπλημμυρέω
ὑπερπλήρης
ὑπερπληρόω
ὑπερπλήρωσις
ὑπερπλούσιος
ὑπερπλουτέω
ὑπερπνέω
ὑπερποθέω
ὑπερπολάζω
ὑπέρπολυς
ὑπερπονέω
ὑπέρπονος
ὑπερπόντιος
ὑπερπράξιον
ὑπερπράσσω
ὑπέρπτωχος
ὑπερπυππάζω
ὑπέρπυρος
ὑπερπυρριάω
View word page
ὑπερπολάζω
to overflow
ShortDef
to overflow
Debugging
Headword:
ὑπερπολάζω
Headword (normalized):
ὑπερπολάζω
Headword (normalized/stripped):
υπερπολαζω
IDX:
91244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91245
Key:
Data
{'content': 'to overflow'}