Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερπλάζω
ὑπερπλεονάζω
ὑπέρπλεος
ὑπέρπλεως
ὑπερπληθής
ὑπερπλημμυρέω
ὑπερπλήρης
ὑπερπληρόω
ὑπερπλήρωσις
ὑπερπλούσιος
ὑπερπλουτέω
ὑπερπνέω
ὑπερποθέω
ὑπερπολάζω
ὑπέρπολυς
ὑπερπονέω
ὑπέρπονος
ὑπερπόντιος
ὑπερπράξιον
ὑπερπράσσω
ὑπέρπτωχος
View word page
ὑπερπλουτέω
to be exceeding rich

ShortDef

to be exceeding rich

Debugging

Headword:
ὑπερπλουτέω
Headword (normalized):
ὑπερπλουτέω
Headword (normalized/stripped):
υπερπλουτεω
IDX:
91241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-91242
Key:

Data

{'content': 'to be exceeding rich'}